πυξάκανθα

πυξάκανθα
πυξ-άκανθα [ᾰκ], ,
A thorn like the box-tree,= λύκιον, Dsc.1.100: also [full] πυξάκανθος, Lat. pyxacanthus, Plin.HN12.31, 24.125, Gal.12.63.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυξάκανθα — thorn like the box tree fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] …   Dictionary of Greek

  • πυξάκανθαν — πυξάκανθα thorn like the box tree fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυξάκανθος — ἡ, Α βλ. πυξάκανθα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”